- απαθής
- (AM ἀπαθής, -οῡς, -ές) [πάθος]ο χωρίς πάθος, ο ατάραχοςαρχ.-μσν.αβλαβής, υγιήςαρχ.1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ.«ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.)2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», Ηρόδ.)3. ατιμώρητος («χάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής» — να χρωστάς χάρη που δεν τιμωρήθηκες, Ηρόδ.)4. (για αφηρημένες έννοιες) εκείνος που δεν υπόκειται σε μεταβολή («ἀπαθεῑς αἱ ἰδέαι», Αριστοτ.«οὐσία ἀσώματος καὶ ἀπαθής», Πλούταρχος)5. αυτός που δεν διεγείρει πάθη, δεν προξενεί εντύπωση6. (Γραμμ.) «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.